Test Ride Time – Benelli TRK 502 – ‘Αλωνίζοντας’ στην Κύπρο με έναν μοντέρνο τουρίστα
Η Benelli TRK 502 είναι η πρώτη προσπάθεια της Ιταλικής φίρμας για την δημιουργία μιας μεσαίου κυβισμού adventure – touring μοτοσυκλέτας, μια προσπάθεια που έχει ήδη αγκαλιαστεί από μεγάλο κοινό στο νησί μας, την Κύπρο. Αυτή τη φορά όμως, ήρθε η ώρα της TRK να πέσει στα χέρια του BikersTime…
Ένα απλό test ride με περιορισμένη χρήση δεν άρμοζε σε αυτή τη μοτοσυκλέτα. Το ήξερα από την πρώτη φορά που την είδα σε εκείνο το ανθρακί χρώμα, η νέα TRK ζητούσε κάτι παραπάνω από μια απλή δοκιμή. Για αυτό – και σε συνεργασία με την Benelli Motorbikes Cyprus – αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό.
Η ιδέα απλή· αρχικά, συμμετοχή στην πορεία μνήμης των Ισαάκ και Σολωμού ως το κοιμητήριο του Παραλιμνίου και από εκεί μια μεγάλη βόλτα στις όμορφες διαδρομές του νησιού. Πόσο μεγάλη βόλτα; Βάση υπολογισμών (ας είναι καλά η Google), περίπου 350χλμ – αρκετά ώστε να εμφανιστούν τα προτερήματα ή οι όποιες αδυναμίες της μοτοσυκλέτας.
Σύντροφοι σε αυτό μας το μακρινό test ήταν ακόμη μία TRK502 και μια BMW R1200GS, με τον Χρήστο να νιώθει την ‘ανάγκη’ να εμβαθύνει στην TRK του και τον Βασίλη να παίζει το ρόλο της ‘σκούπας’. Μα με μοτοσυκλέτα θα πείτε; Γιατί όχι θα πούμε εμείς.
Μέρος Α’ – Τα πρώτα συμπεράσματα πριν την αρχή της δοκιμής
Ανεβαίνοντας στην TRK 502, αντιλαμβάνεσαι αμέσως την πολύ καλή (και έξυπνη) δουλειά που έχει γίνει με το ύψος της σέλας. Μόλις 800mm σε χωρίζουν από το έδαφος, ένα νούμερο που κάνει τους περισσότερους να φτάνουν με ευκολία τα πόδια τους στην επιφάνεια του οδοστρώματος.
Προσωπικά, με ύψος 1.73, είχα με άνεση το ένα μου πόδι στο έδαφος σε κάθε στάση. Επίσης, η σέλα σε τοποθετεί μέσα στη μοτοσυκλέτα και όχι πάνω σε αυτή, δίνοντας σου μια πιο άνετη και φιλική θέση οδήγησης. Την ίδια αίσθηση άνεσης αλλά και περισσότερου ύψους δίνει η σέλα στο μέρος του συνεπιβάτη, με τη θέση των μαρσπιέ να συνεισφέρουν ακόμη περισσότερη στην άνεση του συνταξιδιώτη. Παρατηρώντας τα παραπάνω, το μόνο ερωτηματικό που έμενε στο μυαλό ήταν το κατά πόσο άνετο θα παρέμενε το αφρώδες του καθίσματος μετά τις πρώτες ώρες οδήγησης.
Ξεκινώντας για το Παραλίμνι, γνώριζα ήδη ότι τα πρώτα 120χλμ θα γίνουν οδηγώντας στην εθνική, με σταθερή ταχύτητα, χωρίς να μπορώ να δοκιμάσω πολλά πράγματα πέραν της σέλας… Από Λεμεσό η πορεία θα μετέβαινε στη Λάρνακα και από εκεί θα παίρναμε το δρόμο προς Αγία Νάπα, φτάνοντας τελικά στο κοιμητήριο του Παραλιμνίου.
Αυτό που προσέχεις με το που αφήσεις το συμπλέκτη, είναι ότι οι σχέσεις του κιβωτίου είναι αρκετά κοντές. Παρ’ όλο που αυτό ίσως ακούγεται κουραστικό, μπορείς με άνεση να κινείσαι μέσα στην πόλη με 4η και 5η ταχύτητα (από τις 6), χωρίς να χρειάζεται να ανεβοκατεβάζεις όλη την ώρα σχέσεις στο κιβώτιο.
Η Benelli παρουσίασε τη μοτοσυκλέτα της με τέτοια κλιμάκωση στο κιβώτιό της, ώστε τα 500cc του δικύλινδρου εν σειρά κινητήρα της να μην φαίνονται λίγα για τα 235kg του συνόλου. Η επιτάχυνση έρχεται ομαλά και το βάρος γίνεται αισθητό μόνο όταν τα χιλιόμετρα μειώνονται ή όταν η μοτοσυκλέτα είναι σταματημένη και θες να την μετακινήσεις σπρώχνοντας.
Μετά από σχεδόν δύο ώρες πορείας με σχεδόν 100χλμ μέση ωριαία ταχύτητα και δίχως να συμβεί κάτι το αξιοσημείωτο, φτάσαμε στο κοιμητήριο του Παραλιμνίου. Εδώ το σημαντικό είναι ότι δεν ένιωσα σε κανένα σημείο κόπωση, είτε στα χέρια, είτε στον κορμό, είτε στη μέση. Τίποτα, πουθενά. Σε αυτόν τον τομέα η TRK είναι άριστη και ένα πράγμα είναι σίγουρο· ο τουρισμός μαζί της θα είναι πιο άνετος.
Μέρος Β’ – Ώρα για βόλτα!
Έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο μέρος της αποστολής μας, σειρά είχε ο πρώτος (απαραίτητος) καφές της ημέρας για την χάραξη της διαδρομής που θα ακολουθούσαμε στη συνέχεια. Η στάση έγινε στο Λιοπέτρι, ένα όμορφο χωριό έξω από το Παραλίμνι, αρκετά πιο ‘παραδοσιακό’ σε σχέση με τα πιο τουριστικά μέρη που είχαμε συναντήσει προηγουμένως.
Τα κινητά άνοιξαν, η Google έδωσε και πάλι τις λύσεις και αποφασίσαμε να καταλήξουμε στον Αγρό. Για να φτάσουμε εκεί όμως απαιτούνταν πολλά περάσματα μέσα από χωριά (πάνω από 15!), ορεινές διαδρομές με πολλές στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες και μερικά χιλιόμετρα στην εθνική. Ότι έπρεπε δηλαδή για μια δοκιμή που θα είχε από όλα.
Ο κύριος δρόμος ήταν αυτός που θα μας έφερνε ως την Αραδίππου και από εκεί θα παίρναμε το δρόμο για Σιά και Λύμπια. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα βλέποντας δίπλα μου το Χρήστο στην εθνική να μη πιέζει την TRK του που ακόμη στρωνόταν, ήταν να δω πόση ταχύτητα μπορεί να αναπτύξει η μοτοσυκλέτα της δοκιμής μας.
Παρ’ όλο που όπως προείπαμε το κιβώτιο διαθέτει κοντές σχέσεις, το κοντέρ μας έδειξε το διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο των 170χλμ, δείχνοντας διάθεση ότι μπορούσε να πάει λίγο ακόμη. Πολύ σημαντικό ήταν το στοιχείο ότι η μοτοσυκλέτα ήταν αρκετά σταθερή σε αυτά τα χιλιόμετρα, εμπνέοντας σιγουριά (παρ’ όλο που η μοτοσυκλέτα της δοκιμής διέθετε πλευρικές βαλίτσες της Givi).
Επιπρόσθετα, η κάλυψη από τον ανεμοθώρακα ήταν πολύ καλή, με τον αέρα να περνά με επιτυχία από πάνω μου, δίχως να χρειαστεί να χαλάσω τη στάση του σώματός μου για να τον αποφύγω.
Πολύ καλή κάλυψη προσφέρουν στα χέρια και οι χούφτες, που, αν και η δοκιμή έγινε στα μέσα καλοκαιριού, είναι σίγουρο ότι θα βοηθήσουν στην οδήγηση και το χειμώνα, δίχως να αφήνουν τα χέρια να παγώνουν από τον αέρα.
Η εθνική αποτελούσε πια παρελθόν και περνώντας τη Σιά αρχίσαμε να ανηφορίζουμε στο χάρτη της Κύπρου, με τον ήλιο να ανεβάζει τη θερμοκρασία όσο η ώρα περνούσε. Άλλωστε είχε φτάσει πια 12 το μεσημέρι, όμως εκεί άρχισα να αντιλαμβάνομαι ένα μεγάλο προσόν της TRK· η ζέστη του κινητήρα δεν φθάνει ποτέ στον αναβάτη!
Αν υπάρχε μια περίπτωση να αισθανθείς περισσότερο τη θερμοκρασία του κινητήρα πάνω σου, δεν υπάρχει καλύτερη από την οδήγηση με πλήρη εξοπλισμό κάτω από τον καυτό Κυπριακό ήλιο, με το θερμόμετρο να δείχνει πάνω από 35 βαθμούς Κελσίου. Και όμως, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, η θερμοκρασία του κινητήρα δεν με προβλημάτισε καθόλου.
Περνώντας μέσα από τα χωριά συναντήσαμε πολλές κακοτεχνίες στους δρόμους και δεκάδες κυρτώματα/σαμαράκια (δεν υπερβάλλω) που έθεσαν σε πλήρη λειτουργία τόσο την εμπρός USD ανάρτηση, όσο και την πίσω. Η διαδρομή τους είναι μεγάλη και προσφέρουν άνεση και ομαλή λειτουργία, κάνοντας ιδανική τη χρήση της μοτοσυκλέτας μέσα στην πόλη.
Κάτι ακόμη που προαναφέραμε αλλά επανήλθε στο προσκήνιο στις χαμηλές ταχύτητες με τις οποίες κινούμασταν μέσα από τους δρόμους των χωριών, είναι οι σχέσεις του κιβωτίου. Μπορείς να αφήσεις ‘μέσα’ μια 3η και να επιβραδύνεις ως και τα 30χλμ, στη συνέχεια άνοιξε το γκάζι και δεν θα συναντήσεις κανένα κόμπιασμα – η μοτοσυκλέτα θα επιταχύνει γραμμικά δίχως να ζητήσει ‘κατέβασμα’. Η μείωση της συχνότητας στις αλλαγές των σχέσεων κάνει την οδήγηση πιο ξεκούραστη, δίχως η αριστερή πλευρά του κορμιού σου να δουλεύει ‘υπερωρίες’.
Στον Λυθροδόντα ήρθε η επόμενη στάση μας για τις απαραίτητες φωτογραφίες στην πολύ όμορφη πλατεία του χωριού, με τους ηλικιωμένους να κοιτούν τις μοτοσυκλέτες σαν οχήματα που ήρθαν από το μέλλον. Και δεν ήταν μόνον αυτοί, τα παιδιά που έπαιζαν αμέριμνα ως εκείνη την ώρα πλησίασαν σύντομα να δουν τις δίτροχες που πλησίασαν αθόρυβα κοντά τους.
Και όταν λέμε αθόρυβα, το εννοούμε. Η TRK μπορεί να παράγει έναν πολύ μεστό, σχεδόν ηλεκτρικό ήχο που θυμίζει μεγαλύτερου κυβισμού μοτοσυκλέτα, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν ενοχλεί καθόλου με ‘φασαρία’ ούτε τον αναβάτη, ούτε και τους γύρω του.
Ξεκινώντας ξανά τη διαδρομή μας, φτάσαμε στο Επισκοπειό. Εκεί δεν είχαμε σκοπό να σταματήσουμε, όμως, η όψη του λαμπερού, ιερού ναού του Αποστόλου Ανδρέα, μας καθήλωσε το μυαλό και τη ματιά. Σταματήσαμε, οι TRK πόζαραν περήφανα μπροστά από την κεντρική πύλη της Ρώσικης εκκλησίας και πήραμε το δρόμο προς το Παλαιχώρι.
Για να φτάσουμε εκεί περάσαμε από τα χωριά Μαλούντα, Καλό Χωριό και Άγιο Επιφάνιο, πριν φτάσουμε στη ‘στριφτερή’ διαδρομή που περιβάλλει το Παλαιχώρι. Κάπου εκεί και με τη θερμοκρασία να έχει υποχωρήσει κάπως ανεβαίνοντας το βουνό, ο ουρανός άρχισε να συννεφιάζει. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω η άσφαλτος ήταν μουσκεμένη και οι πρώτες ψιχάλες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Όμως, η γεμάτη στροφές διαδρομή ήταν μια ευκαιρία για να δοκιμάσω την ευελιξία και το κράτημα της μοτοσυκλέτας, πιέζοντας λίγο παραπάνω τα φρένα, το ABS της Bosch αλλά και τη συμπεριφορά του συνόλου με τα ελαστικά Pirelli Angel.
Έτσι – και μετά τις σχετικές προσευχές για μια στεγνή άσφαλτο, καταφέραμε σιγά-σιγά να αφήσουμε πίσω το βρεγμένο οδόστρωμα και να επικεντρωθούμε στην οδήγηση. Αρχικά, το πρώτο πράγμα που έκανε την εμφάνισή του ήταν το βάρος και στη συνέχεια οι αναρτήσεις που ‘φώναζαν’ ότι δεν είναι φτιαγμένες για τέτοια χρήση.
Τα φρένα χρειάζονταν αρκετή πίεση για να επιβραδύνουν τη μοτοσυκλέτα και τα ελαστικά δεν είχαν αρχικά καλή αίσθηση. Όμως, όσο πιο ομαλά την οδηγούσα και με τη θερμοκρασία των ελαστικών να ανεβαίνει, τόσο περισσότερο συγχρονιζόταν το σύνολο.
Οι κλίσεις που μπορεί να πάρει είναι ικανοποιητικές και μπορείς τελικά να ευχαριστηθείς και μια πιο γρήγορη προσέγγιση σε μια διαδρομή, χωρίς όμως να ζητάς υπερβολές από μια μοτοσυκλέτα που δεν έχει κατασκευαστεί με γνώμονα της επιδόσεις.
Περίπου στις 2 το μεσημέρι φτάσαμε στον Αγρό για την τελευταία μεγάλη στάση πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής για Λεμεσό. Γρήγορο φαγητό και ένας καφές στη συνέχεια μας έδωσαν τις απαραίτητες δυνάμεις για την επιστροφή, με τη θερμοκρασία να θυμίζει περισσότερο φθινόπωρο παρά καλοκαίρι.
Μέρος Γ’ – Η επιστροφή
Λίγο πριν ξεκινήσουμε, έριξα μια γρήγορη ματιά στο δείκτη της βενζίνης. Δύο γραμμές είχαν απομείνει (από τις 6) και κοιτώντας τον Χρήστο με την λευκή TRK αναρωτήθηκα αν θα φτάναμε ως τη Λεμεσό χωρίς ανεφοδιασμό.
Μετά από μια γρήγορη συνεννόηση αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε και να μην βάλουμε, γνωρίζοντας ότι αν βρούμε τα ‘σκούρα’ και ο δείκτης αδειάσει από γραμμές, ο δρόμος προς τη Λεμεσό έχει βενζινάδικα που θα επέτρεπαν να μη μείνουμε στο δρόμο. Ήμουν περίεργος αν αυτά τα τελευταία 40 χιλιόμετρα θα μπορούσαν να γίνουν με σχεδόν 5 λίτρα.
Παίρνοντας το δρόμο προς Ζωοπηγή, η διαδρομή διέθετε αρκετή κατηφόρα και καμπές με μικρές έως μεσαίες ταχύτητες. Όσο περισσότερο εξοικοιωνόμουν με το χαρακτήρα της TRK τόσο περισσότερο την απολάμβανα – μου είχε δείξει πλέον τι μπορώ να της ζητήσω και τι μπορούσε να μου επιστρέψει ως αντάλλαγμα.
Έπειτα φτάσαμε στις ανοιχτές στροφές έξω από το Καλό Χωριό της επαρχίας Λεμεσού, όπου η σταθερότητα σε κλίσεις με ταχύτητες άνω των 100χλμ έπαιζε καταλυτικό ρόλο. Χωρίς άσκοπες επιταχύνσεις/επιβραδύνσεις, η ‘περιπετειώδης’ Benelli διατηρούσε την τροχιά της με αρκετή ευκολία, εμπνέοντας εμπιστοσύνη.
Με τη διαδρομή να γίνεται και πάλι πιο ‘σφικτή’, περάσαμε τα χωριά Γεράσα και Παλώδια, επιστρέφοντας στη Λεμεσό. Η φθινοπωρινή αίσθηση του Αγρού μας είχε αφήσει εδώ και ώρα και όσο πλησιάζαμε στην πόλη, τόσο η θερμοκρασία ανέβαινε. Η θερμοκρασία στον αέρα, καθώς αυτή της μοτοσυκλέτας παρέμενε με άνεση στην πρώτη γραμμή, ενώ σε λίγες περιπτώσεις έφτασε τις δύο, κάνοντας τη χρήση του βεντιλατέρ αναγκαία.
Επιστρέφοντας προς τη βάση της Benelli, κοίταξα ξανά το δείκτη της βενζίνης. Οι γραμμές είχαν φύγει όλες όμως η τελευταία αναβόσβηνε, προειδοποιώντας ότι δεν θα πάμε μακριά. Όμως είχαμε διανύσει ήδη περίπου 345 χλμ και απέμεναν ακόμη λιγότερα από 5 για την ολοκλήρωση της δοκιμής.
Συνεχίζοντας με ρίσκο να ‘μείνουμε’ προς την αντιπροσωπεία, η TRK μας έβγαλε ασπροπρόσωπους – από τη μία δεν μείναμε από βεζίνη και από την άλλη είχαμε διανύσει 349χλμ με μόλις 18 λίτρα στο τεπόζιτο της μοτοσυκλέτας! Συνεχίζοντας με τα νούμερα, να πούμε ότι η κατανάλωση αυτή συνεπάγεται σε 5.15l ανά 100χλμ, ένα νούμερο αρκετά ικανοποιητικό αν σκεφτούμε ότι διανύσαμε διαδρομές που είχαν από όλα – και η αλήθεια είναι ότι δεν τη λυπήθηκα καθόλου.
Συνοπτικά
Η νέα Benelli TRK 502 μου χάρισε μια υπέροχη ημέρα και προπάντων ξεκούραστη. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι κατέβηκα από την μοτοσυκλέτα και δεν ένιωθα πιασμένος μετά από σχεδόν 4 ώρες οδήγησης. Είναι άνετη και αν δεν με κούρασε στα 350χλμ, δύσκολα θα κουράσει κάποιον.
Η κατανάλωση είναι χαμηλή αν σκεφτούμε ότι η δοκιμή έγινε σε μικτό κύκλο που περιελάμβανε οδήγηση σε διάφορες συνθήκες. Μην μπερδευτείτε, είναι διαφορετική η κατανάλωση εντός πόλης και διαφορετική εκτός αυτής.
Ο κινητήρας δεν είναι ιδιαίτερα δυνατός και η μοτοσυκλέτα είναι βαριά, όμως η Benelli ‘έπαιξε’ έξυπνα με το κιβώτιο μειώνοντας αυτή την αδυναμία της TRK. Η εταιρία φέρθηκε έξυπνα και με τη θέση οδήγησης, η οποία θα βολέψει με ευκολία μεγάλο κοινό.
Η αίσθηση των φρένων, του πλασίου και των αναρτήσεων είναι ικανοποιητική για χαλαρή χρήση εντός πόλης. Σε διαδρομές όπου οι απαιτήσεις ανεβαίνουν, μην ζητήσετε πολλά. Φερθείτε της καλά και θα σας προσφέρει ένα ευχάριστο ταξίδι – για αυτό κατασκευάστηκε άλλωστε.
Και αν σας έμεινε έστω και μια αμφιβολία για το αν αξίζει να την κάνετε δική σας, σταθείτε λίγο και αναλογιστείτε· στοιχίζει μόλις €6.690 και μπορεί να οδηγηθεί με άδεια Α2. Αναρωτιέστε ακόμη;
*Η μοτοσυκλέτα της δοκιμής διέθετε προστατευτικά κάγκελα κινητήρα και βάσεις για τριπλέτα βαλιτσών τα οποία έχουν κόστος €300. Η κάθε μία από τις τις τρεις βαλίτσες κοστίζει €300.
*Eυχαριστούμε την Benelli Motorbikes Cyprus για την παραχώρηση της TRK 502 για τις ανάγκες του τεστ.