Με μοτοσυκλέτα στον Ισημερινό (Ecuador)
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2006 περάσαμε τα σύνορα από την Κολομβία στον Ισημερινό (Ecuador). Το όνομα της χώρας αντικατοπτρίζει και την θέση της. Από εκεί περνά η νοητή γραμμή, που χωρίζει την γη σε βόρειο και νότιο ημισφαίριο.
Στις 11 η ώρα είχαμε τελειώσει με τις διαδικασίες των συνόρων και πήραμε τον δρόμο με προορισμό το Quito, την πρωτεύουσα. Ως συνήθως, μας ακολουθούσαν οι συμβουλές και οι παραινέσεις γνωστών και φίλων για να προσέχουμε και το πόσο επικίνδυνα είναι, ιδιαίτερα στο Quito. Το Quito είναι η δεύτερη πιο ψηλή πρωτεύουσα στην Λατινική Αμερική μετά το La Paz (Βολιβία). Βρίσκεται στα 2850 μέτρα και το υψόμετρο βοηθά στο ευχάριστο κλίμα. Την ημέρα δεν έχει πολύ ζέστη και το βράδυ έχει λίγο κρύο. Η γοητεία της πόλης βρίσκεται στο παλιό ιστορικό κέντρο της πόλης (προστατευόμενο από την Unesco), με πλακόστρωτα στενά δρομάκια, παλιές εκκλησίες, μουσεία και με ένα ύψωμα κάπου 200 μέτρων με απίθανη θέα. Υπάρχει φυσικά και το καινούργιο μέρος της πόλης, με τα ξενοδοχεία τα εστιατόρια, τα μπαράκια και την νυκτερινή ζωή. Το Quito είναι και η βάση για όσους θέλουν να επισκεφτούν τα νησιά Galapagos.
Στο Quito λοιπόν, θα συναντούσα ένα παλιό γνωστό μου. Τον Ricardo Rocco, τον οποίο γνώρισα στην Αργεντινή το 2003, στο πρώτο μου ταξίδι με μοτοσυκλέτα στην Λατινική Αμερική. Ο Ricardo είναι ένας πολύ γνωστός μοτοσικλετιστής όχι μόνο στον Ισημερινό, αλλά και παγκοσμίως από τα ταξίδια του, καθώς και για την βοήθεια και προσφορά του στον μοτοσικλετισμό. Ένα από τα πράγματα που κατάφερε μετά από πολλές προσπάθειες, είναι η αλλαγή της νομοθεσίας και η κατάργηση του “Carnet de passage”, που απαιτούσαν από όσους περνούσαν από τον Ισημερινό με μοτοσυκλέτα. Το επίτευγμα είναι σημαντικό, αφού διευκολύνει την είσοδο των μοτοσικλετιστών στην χώρα. Μετά από ένα σταθμό για φαγητό και μετά από μια διαδρομή 295 χιλιομέτρων, φθάσαμε στο Quito. Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα όταν φθάναμε στο σπίτι του Ricardo, το οποίο βρήκαμε σχετικά εύκολα, πιο εύκολα από ότι περίμενα.
Εκεί εκτός από τα δύο άγρια σκυλιά του Ricardo, που ευτυχώς ήταν απομονωμένα, συναντήσαμε την Christine, μιαν Αγγλίδα που ξεκινούσε το ταξίδι της προς την Αργεντινή από εκεί. Χωρίς ιδιαίτερη πείρα, μα με πολύ θάρρος, ήθελε να ταξιδέψει και να ζήσει την περιπέτεια της μοτοσυκλέτας και του άγνωστου. Η μοτοσυκλέτα της, μια Yamaha 225cc (Serow). Για όσους θα ταξιδέψουν στον Ισημερινό η κατοικία του Ricardo έχει γίνει ξενώνας για μοτοσικλετιστές. Έχει γκαράζ, εργαλεία και το κυριότερο, γνωρίζεις πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Σε αυτό το ευχάριστο περιβάλλον, ξεκουραστήκαμε και κάναμε τις απαραίτητες εργασίες ενός μοτοσικλετιστή σε ταξίδι. Πλύσιμο ρούχων, επικοινωνία με τους δικούς μας, μεταφορά των φωτογραφιών σε CD (εδώ ήταν που χάσαμε τις φωτογραφίες από την Κολομβία), μελέτη της διαδρομής και επικοινωνία με τις πρεσβείες του Περού και της Βολιβίας, για να βεβαιωθούμε ότι δεν χρειάζεται βίζα. Βρήκαμε επίσης την ευκαιρία να μαγειρέψουμε κάποια φαγητά όπως όσπρια, που τα είχαμε πεθυμήσει και φυσικά να περιποιηθούμε τις μοτοσυκλέτες μας. Ο Ricardo μας σύστησε ένα μηχανικό, τον Eddie. Το επόμενο πρωί πήγαμε στον Eddie για service των μοτοσυκλετών. Το γκαράζ ονομάζεται «clinica de motos» δηλαδή κλινική μοτοσυκλετών. Εκεί συναντήσαμε ακόμη ένα μοτοσικλετιστή τον Byron, που είχε την Gold Wing του για service. Ο Byron εξελίχτηκε τελικά σε ένα πολύ καλό φίλο, παρόλο που δεν μιλούσε αγγλικά και η γλώσσα κάποιες φορές ήταν εμπόδιο. Με τον Byron σαν ξεναγό, είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε το ιστορικό μέρος της πόλης αλλά και το μοντέρνο, με τα εστιατόρια, τις μπυραρίες και την διασκέδαση.
Στο σπίτι του Ricardo γνωρίσαμε ακόμα ένα νεαρό Άγγλο, τον Άλεξ, που αγόρασε μια Kawasaki KLR650 στο Los Angeles και αφού φθάσει στην Αργεντινή, θα την πωλήσει και θα γυρίσει στην Αγγλία. Στις 17 Σεπτεμβρίου η Christine μαζί με τον Άλεξ, αποφάσισαν να προχωρήσουν. Οδηγήσαμε μαζί τους μέχρι το σημείο που υποτίθεται ότι μια νοητή γραμμή χωρίζει την γη, βρεθήκαμε δηλαδή στο κέντρο της γης. Αφού αποχαιρετίσαμε τους δύο Άγγλους, γυρίσαμε πίσω και εκεί βρήκαμε δύο καινούργιους συγκάτοικους, τον Benito από την Γερμανία και την Tanya από την Ρωσία, που ταξίδευαν με μια ΚΤΜ 990. Έμειναν δύο μέρες εκεί και έτσι κάναμε καλή παρέα και ακόμη δύο φίλους.Οι επόμενες πέντε μέρες πέρασαν εύκολα. Σε μιαν από αυτές ο Byron και τρεις άλλοι μοτοσικλετιστές, μας πήραν σε μια διαδρομή έξω από την πόλη και σε ένα τοπικό εστιατόριο, όπου δοκιμάσαμε παραδοσιακό φαγητό.
Κάποια στιγμή έπρεπε να συνεχίσουμε το ταξίδι. Την Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου αφού αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας, προχωρήσαμε προς την πόλη Ambato. Εκεί θα συναντούσαμε τον Javier, ένα μοτοσικλετιστή με τον οποίο μας έφερε σε επαφή ο Eric Haws, ο μακαρίτης πλέον καλός μας φίλος από το Oregon. Η πόλη Ambato είναι μόλις 153χμ αλλά καθυστερήσαμε να φτάσουμε, γιατί στην διαδρομή πέσαμε πάνω σε διαμαρτυρία και ο δρόμος ήταν κλειστός από λεωφορεία, πέτρες και πολύ κόσμο. Δεν καταφέραμε να μάθουμε γιατί διαμαρτύρετο όλος αυτός ο κόσμος, αλλά εκείνη την στιγμή έννοια μας ήταν να περάσουμε. Ευτυχώς που οδηγούμε μοτοσικλέτες. Σιγά και κάτω από τα βλοσυρά και παράξενα βλέμματα των ανθρώπων καταφέραμε να περάσουμε. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα ότι θα μας σταματούσαν και δεν θα μας άφηναν να περάσουμε. Κανείς δεν μας μίλησε αλλά ούτε και εμείς είπαμε λέξη. Μας έβλεπαν με απορία λες και διερωτούνταν «από που ξεφύτρωσαν αυτοί;», «τους αφήνουμε να περάσουν η όχι;»
Όταν φθάσαμε στην πόλη, ψάξαμε και βρήκαμε το ξενοδοχείο Hotel De Las Flores, όπου θα συναντούσαμε τον Javier. Ρωτήσαμε στην υποδοχή του ξενοδοχείου και μας είπαν ότι ο Javier δεν ήταν εκεί αλλά το δωμάτιο μας ήταν έτοιμο. Ξαφνιαστήκαμε, δεν είχαμε ζητήσει δωμάτιο και δεν ξέραμε πόσα θα πληρώναμε. Τελικά ήρθε ο Javier και ξεκαθάρισε ότι ήμασταν φιλοξενούμενοι στο ξενοδοχείο της οικογένειας του. Ο Javier είναι γύρω στα τριάντα και μιλά πολύ καλά αγγλικά. Στο πρόσωπο του διακρίνεις μόνο καλοσύνη. Η γενναιοδωρία του μας εντυπωσίασε.Προγραμματίζαμε να μείνουμε μόνο ένα βράδυ, αλλά ο Javier και η φιλόξενη οικογένεια του, επέμεναν να μείνουμε τουλάχιστον ακόμα μια μέρα. Δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε και την επόμενη μέρα επισκεφτήκαμε μια κοντινή πόλη την “Banos”, η οποία βρίσκεται στους πρόποδες του ηφαιστείου Tugurahua και είναι γνωστή για τις θερμές της πηγές. Η διαδρομή ωραία και η μικρή πόλη γραφική, αλλά δυστυχώς πετύχαμε βροχερή μέρα. Το βράδυ ο Javier μαζί με δύο φίλους, τον Enrique και τον Jorge, μας πήγαν για φαγητό.
Την επόμενη μέρα γύρω στις 10, φορτώσαμε τις μοτοσυκλέτες και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση την πόλη Cuenca. Δυστυχώς υπάρχει πάντα μια δυσκολία, από το να φεύγεις από τόπους και ανθρώπους που γνωρίζεις και συμπαθείς και αυτό συνέβηκε για δεύτερη φορά, μέσα σε λίγες μέρες. Είχαμε επίσης στους άγραφους κανόνες μας, όταν κάποιος μας φιλοξενούσε, να μην καταχραστούμε την φιλία και την καλοσύνη του.
Ο δρόμος προς την Cuenca, ανεβοκατέβαινε βουνά και η κίνηση για μεγάλο διάστημα ήταν ελάχιστη. Ταξιδεύαμε για αρκετή ώρα χωρίς να συναντήσουμε κανένα. Σε κάποια στροφή και ενώ βρισκόμασταν σε χωματόδρομο, βλέπουμε ένα ποδηλάτη να ανεβαίνει με δυσκολία τον ανήφορο. Ήταν μια νεαρή κοπέλα, η Tanja, από την Γερμανία. Εντυπωσιαστήκαμε που βρήκαμε μια κοπέλα στο μέσο του πουθενά να ταξιδεύει, με ποδήλατο. Κάτι τέτοιους ανθρώπους συναντούσαμε και καταλαβαίναμε ότι υπήρχαν άλλοι που ταξίδευαν με πιο δύσκολο τρόπο και ζούσαν μεγαλύτερη περιπέτεια από εμάς. Μιλήσαμε λίγο και αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά, είναι τα προβλήματα με τους σκύλους που την κυνηγούσαν και έσκιζαν τα σακίδια της. Γι αυτό τον λόγο είχε ένα τσαντάκι μπροστά της με πέτρες για να τους ρίχνει. Ευχηθήκαμε καλή συνέχεια και προχωρήσαμε. Ο δρόμος έγινε ωραίος με εντυπωσιακή θέα. Μετά από 343 χμ φθάσαμε στην Cuenca. Κατευθυνθήκαμε όπως πάντα προς το κέντρο της πόλης. Βρήκαμε δωμάτιο στο ξενοδοχείο Tomebamba. Δεν είχε γκαράζ, αλλά δέχτηκαν να βάλουμε τις μοτοσικλέτες στο λόμπι.
Μείναμε δύο νύκτες στην πόλη. Περπατήσαμε αρκετά στα δρομάκια, ανάμεσα στα παλιά ιστορικά κτήρια και πάντα καταλήγαμε στα μπαράκια της πόλης, όπου ξεδιψούσαμε με μπύρα. Στις 29 Σεπτεμβρίου φύγαμε με προορισμό την πόλη Macara, που είναι 2 χμ από τα σύνορα με το Περού. Ο δρόμος μας ανεβοκατέβαζε πάλι σε βουνά. Σε κάποιες περιπτώσεις ο δρόμος ήταν άσχημος με τρύπες και χωματόδρομο. Μετά λοιπόν 400 χμ, φθάσαμε στην πόλη Macara. Μια μικρή πόλη χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Βρήκαμε ξενοδοχείο αλλά επειδή πάλι δεν είχε γκαράζ, παρκάραμε μέσα στο κατάστημα παπουτσιών του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Το βράδυ καθίσαμε κάπου και πίνοντας τις μπύρες μας, παρακολουθούσαμε τους νεαρούς και τις νεαρές που πηγαινοέρχονταν, φλέρταραν, έριχναν κρυφές ματιές μεταξύ τους. Οι νέοι είναι παντού και πάντα οι ίδιοι.
Την επόμενη μέρα Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου, ήμασταν στα σύνορα Ισημερινού με το Περού.
Σημειώσεις :
Ο Ισημερινός έχει πληθυσμό γύρω στα 13 εκατομμύρια και έχει σαν νόμισμα το
Αμερικάνικο δολάριο.
Ήταν για μας μια ενδιαφέρουσα χώρα, με φιλόξενους και φιλικούς ανθρώπους
και διαδρομές που σε κάνουν να χαίρεσαι που οδηγείς μοτοσυκλέτα και να
νοιώθεις ζωντανός και ελεύθερος.
Στο σπίτι του Ricardo στο Quito, πληρώσαμε 30 δολάρια την ημέρα. Στην
Cuenca, πληρώσαμε 25 δολάρια την ημέρα.
Ανυπομονώ να επισκεφτώ ξανά τον Ισημερινό και να ταξιδέψω περισσότερο στην
χώρα.