ΒΟΛΙΒΙΑ – Η χώρα των Άνδεων

Στις 19 Οκτωβρίου 2006, παρέα με τον Κώστα Μελινιώτη, βρισκόμασταν στα σύνορα του Περού με την Βολιβία. Μετά από ένα ταξίδι που ξεκίνησε την 1/5/2006 από την Νέα Υόρκη και αφού διασχίσαμε πολλές χώρες και αποκτήσαμε πολλές εμπειρίες είμασταν έτοιμοι να  περάσουμε στην Βολιβία.

Η Βολιβία δεν μου ήταν άγνωστη αφού το 2003 την είχα επισκεφτεί σε ένα ταξίδι 36000 χλμ. στην Λατινική Αμερική. Τότε είχα μπει στην Βολιβία από την Βραζιλία. Η μοτοσυκλέτα μου είναι η ίδια αξιόπιστη BMW 1150 GS αλλά αυτή την φορά, όπως σας είπα, είχα για παρέα τον καλό μου φίλο Κώστα με την Varadero του.

Η Βολιβία είναι για τους μοτοσικλετιστές που θέλουν περιπέτεια στο ταξίδι τους. Δεν είναι ένας εύκολος προορισμός και φυσικά δεν είναι για αυτούς που θέλουν ένα ταξίδι άνετο, ασφαλτοστρωμένο, χωρίς προβλήματα. Η Βολιβία είναι ίσως η πιο φτωχή από τις χώρες της Νότιας Αμερικής. Το 1/3 του εδάφους της είναι στις Άνδεις και οι πλειονότητα των κατοίκων είναι ιθαγενείς. Το τοπίο πολλές φορές είναι σκληρό, άγονο, σεληνιακό και το υψόμετρο κάνει το ταξίδι ακόμα δυσκολότερο αφού λόγω του λιγοστού αέρα κουράζεσαι πιο εύκολα. Επίσης, αν δεν ανεβείς σιγά σιγά τα τέσσερεις χιλιάδες μέτρα πιθανό να αρρωστήσεις, όπως έπαθα εγώ την προηγούμενη φορά που ταξίδεψα εκεί.

Στα θετικά, είναι ίσως η πιο φθηνή χώρα της Νότιας Αμερικής και ταυτόχρονα μια πολύ ενδιαφέρουσα χώρα από θέμα κουλτούρας και από θέμα τοπίων. Για τους πιο τολμηρούς υπάρχει και ο πιο επικίνδυνος δρόμος στον κόσμο, ο ονομαζόμενος Death Road.  Ένας δρόμος 70 χλμ. Που ξεκινά έξω από την La Paz και καταλήγει στην πόλη Coroico. Τώρα πλέον έχει γίνει τουριστικό αξιοθέατο αφού πολλοί θέλουν να τον διασχίσουν.

Όπως συνήθως, διαλέξαμε να μην περάσουμε τα σύνορα από την κυρίως οδό στο Desaguadero αλλά από κάποια δευτερεύοντα. Επιλέξαμε λοιπόν να περάσουμε τα σύνορα  που βρίσκονται κοντά στην μικρή πόλη Copacabana (καμμιά σχέση με την διάσημη παραλία στην Βραζιλία). Η εμπειρία μας έμαθε να ψάχνουμε, να μελετούμε, να ρωτούμε και να διαλέγουμε σύνορα που δεν θα έχουμε πολλά προβλήματα. Αποφεύγουμε έτσι τον συνωστισμό και την κίνηση που δημιουργείται  σε κάποια πιο δημοφιλή σύνορα λόγω τοποθεσίας. Ουρές από φορτηγά και αυτοκίνητα. Άνθρωποι να σε κυνηγούν να σου πουλήσουν κάτι, να σου αλλάξουν λεφτά, να σου προσέχουν την μοτοσυκλέτα, να προσπαθούν να σε κλέψουν, η να σε βοηθήσουν με τα χαρτιά με κάποιο κόστος φυσικά. Εξάλλου, χωρίς να έχουμε την πίεση του χρόνου, δεν βιαζόμασταν να φθάσουμε στην La Paz και οδηγώντας στους επαρχιακούς δρόμους είναι πάντα πιο ενδιαφέρον. Κάναμε λοιπόν μια απόκλιση και πήγαμε για Copacabana.

Η διαδικασία, μετά από τόσα σύνορα που περάσαμε,  μας ήταν πλέον τόσο γνωστή που είχε γίνει ρουτίνα. Όπως προβλέψαμε, δεν συναντήσαμε κίνηση και προχωρήσαμε γρήγορα. Μετά από πέντε λεπτά στο immigration του Περού, πήγαμε στην αστυνομία. Εκεί αφού μας ζήτησαν τις άδειες οδηγήσεως μας ζήτησαν λεφτά. Χαμογελώντας και ευγενικά τους είπα στα Ισπανικά ότι «εγώ ξέρω και δεν θα πληρώσουμε», πήραμε τις άδειες μας και φύγαμε. Δεν είναι το ότι θα δώσεις μερικά λεφτά αλλά το ότι τους μαθαίνεις να ζητούν και οι επόμενοι ταξιδιώτες ίσως να πληρώσουν ένα σημαντικό ποσό. Περάσαμε και από το τελωνείο και μπήκαμε Βολιβία. Πρώτα immigration όπου μας έδωσαν 30 μέρες παραμονή. Μετά στο τελωνείο όπου συμπληρώσαμε άλλες φόρμες και μετά αστυνομία. Εκεί ο αστυνομικός μας ζήτησε λεφτά για την Παναγία (μας έδειξε την εικόνα). Του είπαμε ότι δεν είχαμε και φύγαμε. Η διαφθορά δεν μου αρέσει, όπως και η κλεψιά. Δεν με ενοχλούν αυτοί που προσπαθούν να βγάλουν λεφτά προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στα σύνορα. Επίσης δικαιολογώ κάπως αυτούς, όπως τους αστυνομικούς, που προσπαθούν να βγάλουν μερικά λεφτά από τον πλούσιο «γκρίνκο».  Ο λόγος είναι ότι δεν έχουν τους παχουλούς μισθούς των δικών μας που αν και αμείβονται αρκετά, ορισμένοι προσπαθούν να κερδίσουν και άλλα. Αυτήν όμως την ιστορία με τους τελωνιακούς θα την πούμε και θα την αναλύσουμε μια άλλη φορά.

Σε πέντε λεπτά βρισκόμασταν στην πόλη Copacabana και ψάξαμε για ξενοδοχείο. Βρήκαμε ένα αρκετά καλό δωμάτιο για 60 Bolivianos κάπου 8 δολάρια δηλαδή. Αυτό που μας ενδιέφερε, σε όλο το ταξίδι, το μέρος που θα μέναμε να ήταν καθαρό και να είχε ασφαλές μέρος για τις μοτοσυκλέτες μας. Η πόλη μικρή και μποέμικη κοντά στην λίμνη Titicaca. Αρκετοί ξένοι, κυρίως νεαροί τουρίστες. Εδώ ο τουρισμός δεν είναι οι λεφτάδες που ψάχνουν πολυτέλειες και 5 αστέρων ξενοδοχεία. Δεν είναι για ανθρώπους που αηδιάζουν εύκολα η δεν θα έτρωγαν σε τοπικό εστιατόριο, και γνωρίζω αρκετούς τέτοιους φίλους μοτοσικλετιστές. Ο τουρισμός στην Βολιβία είναι κυρίως από ανθρώπους που τους αρέσει να ταξιδεύουν με ένα σακίδιο στην πλάτη, να ζουν απλά, να βλέπουν τοπία, να γνωρίζουν κόσμο και να μαθαίνουν την κουλτούρα.

Το απόγευμα περπατήσαμε στην πόλη και τελικά καθίσαμε κάπου για φαγητό και μπύρες με θέα την λίμνη. Ένα βράδυ όμορφο αλλά αρκετό για αυτή την μικρή πόλη. Την λίμνη την είχαμε δει από την πλευρά του Περού και δεν νοιώθαμε ότι χρειαζόμασταν ξεκούραση έτσι αποφασίσαμε να προχωρήσουμε.

Την επομένη στις 20/10/2006, φύγαμε με κατεύθυνση την πόλη La Paz την υψηλότερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Ο δρόμος καλός με ωραία θέα αφού περνούσε δίπλα από την λίμνη. Φθάσαμε σε ένα χωριό (San Pedro de Tiquina) όπου ένα είδος βάρκας – σχεδίας μας μετάφερε στην άλλη πλευρά. Ο δρόμος συνέχισε για λίγο με το ίδιο ευχάριστο τοπίο, αλλά μετά έγινε ευθύς και το τοπίο γυμνό. Φθάσαμε στην La Paz, που σημαίνει ειρήνη, γύρω στις μία το μεσημέρι. Η διαδρομή μας ήταν μόνο 160 χλμ. και διάρκεσε 2 ώρες περίπου. Ο δρόμος περνά από την πόλη El Alto (η ψηλή) που βρίσκετε στα τέσσερεις χιλιάδες μέτρα και ξαφνικά ο δρόμος κάνει βουτιά 400 μέτρων για να φτάσεις στην La Paz. Στην El Alto και στις πλαγιές της La Paz μένει ο πιο φτωχός πληθυσμός.

Θυμόμουνα αρκετά καλά τον δρόμο και την πόλη έτσι βρήκαμε εύκολα δωμάτιο με 12 δολάρια. Η La Paz είναι κέντρο διερχομένων μοτοσικλετιστών έτσι ξανασυναντήσαμε κάποιους γνωστούς που είχαμε συναντήσει στο Ecuador αλλά και κάποιους καινούργιους φίλους. Όσοι κάνουν την διαδρομή ΗΠΑ – Αργεντινή οπωσδήποτε θα περάσουν από την Βολιβία και φυσικά θα επισκεφτούν την La Paz.

Η La Paz είναι μια πολύβουη πόλη. Κάποιοι δρόμοι γεμίζουν την μέρα από ανθρώπους που προσπαθούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Στους κύριους δρόμους τα μικρά λεωφορεία κορνάρουν, ενώ ένας άνδρας κρεμασμένος στο πλάι φωνάζει την διαδρομή. Ένα μικρό χάος που δεν γνωρίζω αν συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Την επόμενη μέρα περπατήσαμε αρκετά στην πόλη και το βράδυ για καλή μας τύχη καταλήξαμε σε ένα μπαρ όπου μια μεγάλη ορχήστρα 15-17 ατόμων μας χάρισε μια πολύ ωραία βραδιά. Δύσκολη η ζωή του ταξιδιώτη……..

Στις 22/10/2006, μετά τον πρωινό μας περίπατο, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο είδαμε ακόμη μια 1150GS στο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου δίπλα στις δικές μας μοτοσυκλέτες. Ανήκε σε ένα ζεύγος Αυστραλών, τον Mark και την Aasha, δυο ευχάριστους και καλούς ανθρώπους με τους οποίους γίναμε φίλοι και τους οποίους είχαμε την τύχη να ξανασυναντήσουμε αργότερα στο Buenos Aires.  Το ευχάριστο είναι ότι μετά από τόσα χρόνια διατηρούμε μέχρι σήμερα επαφή.

 Το βράδυ πήγαμε σε ένα από τα μπαρ της περιοχής με τους καινούργιους μας φίλους. Φάγαμε, ήπιαμε και ανταλλάξαμε ιστορίες από το ταξίδι μας. Ακόμη ένα δύσκολο βράδυ στην ζωή του ταξιδιώτη.

Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση και θα πω ότι για πολλούς αυτού του είδους ζωή θα ήταν πραγματικά δύσκολη η για να το θέσω καλύτερα δεν είναι η ζωή που θα ήθελαν. Για μένα είναι απόλαυση. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, να ταξιδεύεις με την μοτοσυκλέτα σου, να γνωρίζεις τόπους, ανθρώπους και να κάνεις φίλους. Συνδυάζονται δύο αγαπημένα πράγματα, η μοτοσυκλέτα και τα ταξίδια.

Στις 23/10/2006, αφού περάσαμε ευχάριστα στην La Paz, χωρίς να με επηρεάσει το υψόμετρο αυτή την φορά, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με κατεύθυνση την πόλη Cochabamba. Μια διαδρομή κάπου 400 χλμ. Τρία βράδια στην La Paz είναι αρκετά. Νοιώθαμε ότι έπρεπε να προχωρήσουμε. Αυτό είναι το ωραίο όταν δεν έχεις χρονικό περιθώριο η νοιώθεις ότι πρέπει να φτάσεις κάπου. Αν σου αρέσει κάπου μένεις περισσότερο καιρό. Νοιώθοντας  ότι έπρεπε να προχωρήσουμε αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας και ξεκινήσαμε.

Εδώ θα θυμίσω ότι όταν κάναμε το ταξίδι δεν είχαμε ούτε smartphone ούτε GPS. Είχαμε μια φωτογραφική την οποία μερικές φορές την είχαμε μαζί μας και κάποιες όχι. Άλλωστε το ταξίδι έγινε για δική μας ικανοποίηση και δεν ήξερα ότι μια μέρα θα αποφάσιζα να το μοιραστώ μαζί σας. Αυτό για όσους διερωτάστε γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες και καλύτερες φωτογραφίες.