Ταξιδέψαμε – Στο Περού, την χώρα των Ίνκας με μοτοσυκλέτα – Μέρος Β’
Στις 9 Οκτωβρίου είμασταν έτοιμοι να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στο Περού. Οι τρεις μέρες στην πόλη Ica ήταν πάρα πολλές. Νομίζω ότι και εμείς και οι μοτοσυκλέτες μας, νοιώθαμε την ανάγκη να προχωρήσουμε.
Ο δρόμος μέχρι την Nazca ήταν αρκετά καλός. Σε κάποιο σημείο του δρόμου υπάρχει ένα παρατηρητήριο, όπου μπορείς να δεις (όσο γίνεται) τις περίφημες και μυστηριώδης γραμμές Nazca στο έδαφος.
Αυτές οι γραμμές που καλύπτουν αρκετά χιλιόμετρα στην έρημο, δημιουργούν σχήματα τα οποία διακρίνονται μόνο από ψηλά. Γι αυτό τον λόγο υπάρχουν εκδρομές με μικρά αεροπλάνα, τόσο από την πόλη Nazca, όσο και από την Λίμα. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για το ποιος τις δημιούργησε και γιατί δημιουργήθηκαν, αλλά τίποτα το σίγουρο.
Μια θεωρία λέει ότι είναι μονοπάτια που οδηγούσαν σε χώρους όπου γίνονταν θρησκευτικές τελετές. Μια άλλη θεωρία, ότι είναι αστρονομικό ημερολόγιο για γεωργικούς σκοπούς και μια άλλη θεωρία, είναι ότι κατασκευάστηκαν από εξωγήινους για προσγείωση.
Πήραμε το δρόμο για το Cuzco ο οποίος δεν είναι άσχημος, αλλά είναι ανηφορικός.
Στο μυαλό μου ήρθαν σκηνές από τους Ισπανούς κατακτητές που μπορεί να ήταν ρεμάλια και τυχοδιώκτες, αλλά πρέπει να πω ότι είχαν και θάρρος. Καμιά ογδονταριά άνθρωποι όλοι και όλοι, σύμφωνα με τα λεγόμενα, με τις πανοπλίες τους να ανεβαίνουν πεζοί σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο, μη ξέροντας τι θα συναντήσουν. Με αυτές τις σκέψεις και πολλές άλλες, γιατί στην μοναξιά της μοτοσυκλέτας έχεις τον χρόνο να σκεφτείς πολλά… πάρα πολλά, φτάσαμε στη πόλη Puynio.
Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Η πόλη είναι μικρή και φτωχική, αλλά δεν είχαμε χρόνο να προχωρήσουμε και αποφασίσαμε να κοιμηθούμε εκεί. Γενικά σε αυτές τις μικρές πόλεις δεν βρίσκαμε τίποτα άλλο, εκτός από κοτόπουλο για φαγητό. Στις αγορές όμως υπήρχαν άφθονα και φθηνά φρούτα. Έτσι λοιπόν, αν δεν είχα όρεξη για κοτόπουλο, αγόραζα αρκετά φρούτα με τα οποία χόρταινα και έκανα και υγιεινό γεύμα, παίρνοντας και τις βιταμίνες που χρειάζεται ο οργανισμός.
Είναι πολύ σημαντικό να προσέχεις την διατροφή σου, διότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε κάποιος είναι να αρρωστήσει σε μια πόλη όπως η Puynio. Τα φρούτα ήταν στην ημερήσια διατροφή μας. Έτσι έγινε και εδώ. Ενώ ο Κώστας δοκίμασε το τοπικό κοτόπουλο, εγώ χόρτασα με φρούτα.
Την επομένη φύγαμε γύρω στις 9 και ο δρόμος έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή ο τόπος γεμίζει Λάμα να βόσκουν αμέριμνα. Υπέροχο θέαμα. Ο δρόμος μας οδηγεί δίπλα από ένα ποτάμι περιτριγυρισμένο από βουνά. Μετά αρχίζει πάλι η ανάβαση και 100 χλμ. πριν το Cuzco, ο δρόμος χαλά κάπως. Λίγο χωματόδρομός και άσχημος άσφαλτος μας κάνει να οδηγούμε προσεκτικά. Μετά από 400 χμ κούρασης δεν θέλουμε να έχουμε καμιά πτώση.
Ο δρόμος ξαφνικά περνά μέσα από σπαρμένα χωράφια, αγελάδες και πρόβατα. Διασχίζουμε μικρά χωριά. Μερικοί άνδρες και παιδιά μας χαιρετούν, κάποιες κοπέλες μας χαμογελούν κρυφά και κάποια σκυλιά μας κυνηγούν. Ο φόβος μου ήταν μην μπλεχτεί κανένα σκυλί στους τροχούς μου.
Μετά από 520 χμ βλέπω μια επιγραφή που λέει «Cuzco» αλλά δεν βλέπω πόλη. «Πού είναι η πόλη;». Μια – δυο στροφές ακόμα και εμφανίζεται στο βάθος, ηλιόλουστη και μεγαλοπρεπής, η πρωτεύουσα των Ίνκας. Το υψόμετρο εδώ είναι 3326 μέτρα και ο πληθυσμός της πόλης είναι 300 χιλιάδες. Το Cuzco είναι ένας μοναδικός προορισμός, όπου η κουλτούρα του παρελθόντος συνδέεται με το παρόν. Στα στενά δρομάκια θα ακούσεις πολλές φορές τους απόγονους των Ίνκα να μιλούν την γλώσσα τους.
Κατευθυνθήκαμε όπως πάντα στο κέντρο και αρχίσαμε να ψάχνουμε για ξενοδοχείο. Αρχίσαμε να ανησυχούμε καθώς δεν βρίσκαμε δωμάτιο. Τελικά βρήκαμε ένα απλό, αλλά καθαρό δωμάτιο και προπαντός χώρο να παρκάρουμε τις μοτοσυκλέτες, για 40 Sol (12-13 δολάρια).
Όμορφη πόλη, γραφική,γεμάτη ιστορία και πολύ τουριστική, αφού πολλοί έρχονται εδώ τόσο για την πόλη αλλά και με απώτερο σκοπό να επισκεφτούν το Machu Picchu. Μας άρεσε και μείναμε στην πόλη πέντε μέρες και φυσικά, κοιτάξαμε και εμείς να βρούμε τρόπο να επισκεφτούμε την χαμένη πόλη των Ίνκας και το πιο γνωστό αξιοθέατο στην Νότιο Αμερική.
Υπάρχουν δύο βασικά τρόποι. Είτε με ποδαρόδρομο τριών ημερών, είτε με τραίνο που στοιχίζει κάπου εκατό δολάρια. Μας φάνηκε ακριβό και αφού ακούσαμε ότι κάποιοι πήγαν οδηγώντας τις μοτοσυκλέτες τους, αποφασίσαμε να το κάνουμε και εμείς. Βάλαμε τα πράγματα μας στην αποθήκη του ξενοδοχείου, πήραμε μόνο τα απαραίτητα και πήγαμε στο Ollantaytambo.
Ένα χωριό 84 χλμ. από το Cuzco, το οποίο πραγματικά αξίζει να το επισκεφτείτε. Με αρκετά ερείπια και απομεινάρια από την εποχή των Ίνκας. Το μέρος είναι ένα πελώριο φρούριο και είναι εδώ όπου οι Ισπανοί έχασαν μιαν από τις μάχες στην πορεία τους προς κατάκτηση του Περού.
Περπατώντας στους δρόμους ακούσαμε να μιλούν την γλώσσα των Ίνκας (Quenca). Βρήκαμε ξενοδοχείο και αποφασίσαμε να μείνουμε. Την επομένη μέρα θα πηγαίναμε από χωματόδρομο στην Santa Teresa και από εκεί με τα πόδια στο Machu Picchu. Ανοίγουμε την πόρτα το πρωί και βλέπουμε βροχή, συννεφιά και κρύο.
Δεν ξέρω αν μας τα χάλασε ο καιρός η αν μας γλίτωσε από πολλούς μπελάδες. Πάντως δεν είμασταν διατεθειμένοι να πάρουμε ένα δρόμο ο οποίος είναι και δύσκολος, αλλά τώρα θα ήταν και λασπωμένος. Αξίζει να πω ότι η ιδιοκτήτρια, ευγενική κυρία, είχε σκεπάσει το βράδυ τις μοτοσυκλέτες μας να μην βραχούν.
Αφού καθίσαμε κάμποση ώρα παρακολουθώντας την βροχή, παραγγείλαμε μια σούπα και ήπιαμε και ένα μπουκάλι κρασί για να ζεσταθούμε. Τελικά η επιχείρηση μας δεν στέφθηκε με επιτυχία και γυρίσαμε πίσω στο Cuzco, πηγαίνοντας όμως από άλλο δρόμο και απολαμβάνοντας το τοπίο και τη διαδρομή.
Μια μικρή σημείωση, για βενζίνη είναι καλύτερα να βάλετε στην πόλη Urumba, γιατί στο Ollantaytambo, βρίσκεις βενζίνη αλλά από το βαρέλι, την οποία εύκολα κάποιος μπορεί να νοθεύσει και να δημιουργήσει προβλήματα στην μοτοσυκλέτα.
Το Machu Picchu τελικά δεν το είδαμε αλλά δεν με ενοχλεί, διότι ξέρω ότι θα επιστρέψω στο Περού και θα το δω οπωσδήποτε. Την χώρα αυτή δεν πρέπει να παραλείψετε να την επισκεφθείτε.
Στις 17 Οκτωβρίου πήραμε τον δρόμο για την πόλη Puno. Στην αρχή περνούσαμε μέσα από πεδιάδες και δίπλα από ένα ποταμό. Η γη εύφορη, καλλιεργημένη, περάσαμε από μικρά χωριουδάκια πλινθόκτιστα και παραδοσιακά. Κάποια στιγμή βλέπω δύο μοτοσυκλέτες στην άκρη του δρόμου. Ήταν ένα ζευγάρι νεαροί Γερμανοί, ο Matyas και η Mary, «περιπλανώμενοι» και αυτοί όπως και εμείς με την καλή έννοια της λέξης, που έφτιαχναν το ελαστικό της μοτοσυκλέτας του Matyas.
Τα απρόοπτα και τα προβλήματα με τις μηχανές είναι μέρος του ταξιδιού και της περιπέτειας και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε. Σταματήσαμε λοιπόν να τους ρωτήσουμε αν θέλουν κάποια βοήθεια, μιλήσαμε λίγο, ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες και προχωρήσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στην συνέχεια το τοπίο σιγά σιγά άλλαξε. Κίτρινοι θάμνοι και λάμα, πρόβατα και βόδια που έβοσκαν, καθώς και μικρά σπιτάκια με ψάθινες οροφές σπαρμένα τριγύρω σε μεγάλη έκταση.
Άλλη μια έκπληξη μας περίμενε παρακάτω, ξαφνικά μια ΚΤΜ έκανε την εμφάνιση της από απέναντι. Ήταν ο Benito και η Tanya που είχαμε συναντήσει στο Quito (Ecuador). Μικρός που είναι ο κόσμος…….πολύ μικρός. Στην μέση του πουθενά συναντούσαμε ξανά τους δύο φίλους μας. Μιλήσαμε αρκετή ώρα και φύγαμε βέβαιοι ότι θα ξανασυναντούσαμε ο ένας τον άλλο.
Φθάσαμε στην πόλη Puno και αμέσως ψάξαμε να δούμε πώς μπορούμε να επισκεφτούμε τα “Floating Islands” (πλεούμενα νησιά) και την φυλή των Urus. Την επόμενη κατεβήκαμε στο μικρό λιμανάκι και πήραμε ένα πλοιάριο για τους Urus. Μια φυλή που ζει σε νησιά φτιαγμένα από καλάμια μέσα στην λίμνη Titicaka. Η λίμνη βρίσκεται σε υψόμετρο 3820 μέτρων και είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος στην Νότιο Αμερική και η πιο μεγάλη στον κόσμο, σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα.
Η φυλή των Urus απομονώθηκε στα μικρά αυτά νησιά φτιαγμένα από καλάμια, για αιώνες, για να αποφύγουν ενοχλήσεις από εχθρούς. Παλιά ζούσαν από το ψάρεμα και από το κυνήγι πουλιών, αλλά τώρα ζουν κυρίως από τον τουρισμό αφού έχουν γίνει αξιοθέατο. Το θέαμα είναι εξωπραγματικό και όσοι επισκέπτονται το Περού, θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτούν τα «πλεούμενα νησιά».
Μια εμπειρία ζωής που δεν ξεχνάς ποτέ. Διερωτώμουν πως μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να ζουν εκεί. Περπατούσα στα νησιά από καλάμια προσεκτικά μην τυχόν υποχωρήσουν και βρεθώ ξαφνικά στην λίμνη. Το απόγευμα επιστρέψαμε στην πόλη η οποία δεν είχε και τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από το ότι ήταν η πύλη για τα «πλεούμενα νησιά». Στις 19 Οκτωβρίου 2006, πήραμε τον δρόμο για την Βολιβία.